κύτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κύτος | τα | κύτη |
γενική | του | κύτους | των | κυτών |
αιτιατική | το | κύτος | τα | κύτη |
κλητική | κύτος | κύτη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύτος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύτος ουδέτερο (λόγιο)
- κοιλότητα (αγγείου, σκεύους)
- (ναυπηγική) το κάτω κοίλο μέρος του πλοίου
- ※ Το ισχυρότερο παγοθραυστικό από όλα, µε αντιδραστήρες που παράγουν 110 µεγαβάτ και κύτος ικανό να σπάζει πάγους µε ακόµη µεγαλύτερο πάχος (Γιώργος Αγγελόπουλος, Ο Τιτάνας της Αρκτικής, * εφημερίδα Τα Νέα, 20/9/2010])
- το αμπάρι
- (ανατομία) κοιλότητες του σώματος ανάμεσα σε οστά
- ↪ η εξέταση έδειξε ξένα σώµατα στο κύτος του θώρακα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κῠτεσ | |||||
ονομαστική | τὸ | κύτος | τὰ | κύτη - κύτεᾰ | |
γενική | τοῦ | κύτους - κύτεος | τῶν | κυτῶν - κυτέων | |
δοτική | τῷ | κύτει - κύτεῐ̈ | τοῖς | κύτεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | κύτος | τὰ | κύτη - κύτεα | |
κλητική ὦ! | κύτος | κύτη - κύτεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κύτει - κύτεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κυτοῖν - κυτέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κύτος < κύω < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)qut-, *(s)qeu- (καλύπτω, κρύβω). Συγγενές με τη (σανσκριτικά) skunati (κρύβω) και το (λατινικά) cutis (δέρμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κύτος, -εος/ους ουδέτερο
- κοίλωμα, κοιλότητα, καμπύλη
- κύτος/(...) κοιλογάστορος κύκλου (Αἰσχύλος, Ἑπτά ἐπὶ Θήβας, 495)
- αγγείο, δοχείο
- κύτος
- (ναυπηγική) αμπάρι
- καύκαλο
- καμπύλη ασπίδας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κύτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κύτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)