κώμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κόμη, κόμμι, Κώμη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κώμη οι κώμες
      γενική της κώμης των κωμών
    αιτιατική την κώμη τις κώμες
     κλητική κώμη κώμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κώμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κώμη (ατείχιστο χωριό)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώ‐μη
ομόηχα: κόμη, κόμμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κώμη θηλυκό

  • συνοικισμός μεγαλύτερος του χωριού και μικρότερος της κωμόπολης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κώμη αἱ κῶμαι
      γενική τῆς κώμης τῶν κωμῶν
      δοτική τῇ κώμ ταῖς κώμαις
    αιτιατική τὴν κώμην τὰς κώμᾱς
     κλητική ! κώμη κῶμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κώμ
γεν-δοτ τοῖν  κώμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]