κώνειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κώνειο | τα | κώνεια |
γενική | του | κώνειου & κωνείου |
των | κώνειων & κωνείων |
αιτιατική | το | κώνειο | τα | κώνεια |
κλητική | κώνειο | κώνεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κώνειο < αρχαία ελληνική κώνειον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κώνειο ουδέτερο
- (φυτό) γένος ενδημικού στην Ελλάδα δήητηριώδους φυτού (Conium maculatum)
- το δηλητήριο που κατασκευάζεται από το φυτό αυτό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κώνειο στη Βικιπαίδεια