κῆδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κηδεσ-
ονομαστική τὸ κῆδος τὰ κήδη - κήδε
      γενική τοῦ κήδους - κήδεος τῶν κηδῶν - κηδέων
      δοτική τῷ κήδει - κήδεῐ̈ τοῖς κήδεσ(ν)
    αιτιατική τὸ κῆδος τὰ κήδη - κήδεα
     κλητική ! κῆδος κήδη - κήδεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κήδει - κήδεε
γεν-δοτ τοῖν  κηδοῖν - κηδέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κῆδος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κῆδος ουδέτερο

  1. η φροντίδα
  2. η αγωνία, η θλίψη
  3. (ειδικότερα) το πένθος για τον νεκρό, η τελετή της ταφής
  4. η συγγένεια εξ αγχιστείας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]