λέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λέω < αρχαία ελληνική λέγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈle.o/

Ρήμα[επεξεργασία]

λέω (και λέγω), β' πρόσ.: λες, πρτ.: έλεγα, στ.μέλλ.: θα πω, αόρ.: είπα, παθ.φωνή: λέγομαι, μτχ.π.π.: ειπωμένος

  1. διατυπώνω προφορικά ή και γραπτά μία λέξη ή φράση
    ο διευθυντής μου είπε ότι πρέπει να τελειώνουμε με τη δουλειά που μας ανέθεσε
  2. προτείνω
    λέω να πάμε μια βόλτα
  3. προτίθεμαι
    λέω να πάω μια βόλτα
  4. ονομάζω κάτι ή κάποιον με ένα συγκεκριμένο όνομα, αποκαλώ
    πώς σε λένε;
  5. (σε τρίτο πρόσωπο)
    1. (ενικός ή πληθυντικός) πιστεύεται, φημολογείται, ακούστηκε ότι
      λένε πως το κλίμα της γης αλλάζει
      θα ρίξει, λέει, χαλάζι
    2. (στον ενικό) υποθετικό
      σκέψου, λέει, να κερδίσουμε το λαχείο!
       συνώνυμα: φαντάσου

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • δε θα πει τίποτα!: επιβεβαιώνει τα προηγούμενα
  • δε λέω: βέβαια (με σκοπό να δείξουμε, αμέσως μετά, ότι υπάρχουν και αρνητικές πλευρές)
  • θα μου πεις (εσύ): εισάγει ρητορική απάντηση
  • θα σου πω εγώ: απειλητική έκφραση
  • θα τα πούμε: αποχαιρετισμός
  • και πάει λέγοντας: για να δηλώσουμε ότι συνεχίζεται μια, συνήθως κακή, κατάσταση
  • λες και: όπως, σαν να
  • λέω το ψωμί ψωμάκι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]