λήψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λήψη οι λήψεις
      γενική της λήψης* των λήψεων
    αιτιατική τη λήψη τις λήψεις
     κλητική λήψη λήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λήψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λήψη < αρχαία ελληνική λῆψις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈli.psi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λήψη θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λαμβάνω· πάρσιμο, αποδοχή
    λήψη της δόσης
    η λήψη του τηλεοπτικού σήματος είναι καλή
  2. (συνεκδοχικά) η εγγραφή ως αποτέλεσμα της λήψης εικόνας, ήχου ή άλλου σήματος: φωτογραφία, ηχογράφηση, βίντεο κλπ.
    αυτή η εικόνα είναι μια λήψη της πόλης από ένα βουνό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]