λαΐνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαΐνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαΐνα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • λαΐνι (μικρότερο σε μέγεθος)
  • μεθύρα (μεγαλύτερη σε μέγεθος)
  • μεθύρι (μικρότερο της μεθύρας αλλά μεγαλύτερο της λαΐνας)
  • σιφούνι (επιτραπέζιο μικρό κανάτι}

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]