λαδικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδικό τα λαδικά
      γενική του λαδικού των λαδικών
    αιτιατική το λαδικό τα λαδικά
     κλητική λαδικό λαδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαδικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαδικό ουδέτερο

  1. (κουζινικά) σκεύος με το οποίο ρίχνουμε λάδι σε φαγητό, το ροΐ ή ρογί.
  2. εργαλείο για να ρίξουμε μικρή ποσότητα λαδιού ή λιπαντικού σε εξαρτήματα μηχανής.
  3. γριά φλύαρη και κουτσομπόλα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]