λαζουρίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαζουρίτης οι λαζουρίτες
      γενική του λαζουρίτη των λαζουριτών
    αιτιατική τον λαζουρίτη τους λαζουρίτες
     κλητική λαζουρίτη λαζουρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαζουρίτης < (άμεσο δάνειο) γαλλική lazurite < μεσαιωνική λατινική lazur (lapis lazuli) < αραβική لازورد (lāzaward) < περσική لاژورد (lāžward)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαζουρίτης αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]