λακκάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λακκάκι τα λακκάκια
      γενική
    αιτιατική το λακκάκι τα λακκάκια
     κλητική λακκάκι λακκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λακκάκι < λάκκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Λακάκκια σε τρία διαφορετικά μάγουλα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈka.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λακ‐κά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λακκάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του λάκκος
     συνώνυμα: λακκίσκος
  2. (μεταφορικά) βαθούλωμα στο δέρμα
    ※  Σ’ ακολουθώ και ξέρω πως χωράω / μες στο λακκάκι που ’χεις στο λαιμό. (Από το τραγούδι «Σ’ ακολουθώ», σε στίχους και μουσική του Μάνου Λοΐζου)
  3. (ειδικότερα) βαθούλωμα στο μάγουλο, που γίνεται εμφανές κυρίως με το χαμόγελο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]