λαμέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαμέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική lamé[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /laˈme/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαμέ ουδέτερο άκλιτο

  1. ύφασμα από γυαλιστερό υλικό που αντανακλά έντονη μεταλλική λάμψη
  2. (συνεκδοχικά) στον πληθυντικό: ρούχα, παπούτσια και διάφορα εξαρτήματα από γυαλιστερό υλικό, συνήθως χαμηλής ποιότητας κι αισθητικής, που αποσκοπούν στον εύκολο εντυπωσιασμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]