λαοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /la.o.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαοκρατία θηλυκό
- η άμεση διακυβέρνηση του κράτους από το λαό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λαοκράτης
- λαοκρατικός
- λαοκρατισμός
- → δείτε τις λέξεις λαός και κράτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαοκρατία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λαοκρατίᾱ | αἱ | λαοκρατίαι |
γενική | τῆς | λαοκρατίᾱς | τῶν | λαοκρατιῶν |
δοτική | τῇ | λαοκρατίᾳ | ταῖς | λαοκρατίαις |
αιτιατική | τὴν | λαοκρατίᾱν | τὰς | λαοκρατίᾱς |
κλητική ὦ! | λαοκρατίᾱ | λαοκρατίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαοκρατίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαοκρατίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαοκρατία < λαο- + -κρατία. Ρήμα λαοκρατέομαι / λαοκρατοῦμαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαοκρατία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) κυριαρχία του όχλου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λαός
Πηγές[επεξεργασία]
- λαοκρατέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λαο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λαο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κρατία (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)