λατρευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λατρευτικός < (ελληνιστική κοινή) λατρευτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
λατρευτικός -ή -ό
- που έχει σχέση με τη λατρεία θεοτήτων και θείων μεταφυσικών δυνάμεων ή χρησιμοποιείται σε τελετουργία
- λατρευτικά σκεύη
- που έχει σχέση με παθιασμένο έρωτα