λαχανί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαχανί < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαχανί ουδέτερο άκλιτο

  1. απόχρωση του ανοικτού πράσινου χρώματος, το χρώμα που έχει το ώριμο πράσινο λάχανο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συχνά χρησιμοποιείται και ειρωνικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

λαχανί άκλιτο

  1. λαχανής