λείος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λείος η λεία το λείο
      γενική του λείου της λείας του λείου
    αιτιατική τον λείο τη λεία το λείο
     κλητική λείε λεία λείο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λείοι οι λείες τα λεία
      γενική των λείων των λείων των λείων
    αιτιατική τους λείους τις λείες τα λεία
     κλητική λείοι λείες λεία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λείος < αρχαία ελληνική λεῖος

Επίθετο[επεξεργασία]

λείος

  1. (για επιφάνεια) χωρίς εξογκώματα ή ανωμαλίες, απόλυτα ομαλός
     αντώνυμα: τραχύς
  2. λείος μυς: μυς των σπλάχνων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]