λεοπάρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Γυναίκα που φορά ρούχο με μοτίβο λεοπάρ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεοπάρ < γαλλική léopard • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /le.oˈpaɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐ο‐πάρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεοπάρ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]