λευκή απεργία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκή απεργία οι λευκές απεργίες
      γενική της λευκής απεργίας των λευκών απεργιών
    αιτιατική τη λευκή απεργία τις λευκές απεργίες
     κλητική λευκή απεργία λευκές απεργίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λευκή απεργία < μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική sciopero bianco, → δείτε τις λέξεις λευκή και απεργία

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

λευκή απεργία θηλυκό

  • μορφή απεργίας στην οποία οι απεργοί πηγαίνουν στη δουλειά αλλά εκτελούν μόνο τα τελείως απαραίτητα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]