λευκοκύτταρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λευκοκύτταρο τα λευκοκύτταρα
      γενική του λευκοκυττάρου
λευκοκύτταρου
των λευκοκυττάρων
    αιτιατική το λευκοκύτταρο τα λευκοκύτταρα
     κλητική λευκοκύτταρο λευκοκύτταρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Εικόνα φυσιολογικά κυκλοφορούντος ανθρώπινου αίματος από ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης. Στην φωτογραφία είναι εμφανή τα ακανόνιστου σχήματος λευκοκύτταρα και πολλά μικρά δισκοειδή αιμοπετάλια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λευκοκύτταρο < λευκός + -ο- + κύτταρο ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική leucocyte[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λευκοκύτταρο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]