λευκωματουρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευκωματουρία οι λευκωματουρίες
      γενική της λευκωματουρίας των λευκωματουριών
    αιτιατική τη λευκωματουρία τις λευκωματουρίες
     κλητική λευκωματουρία λευκωματουρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λευκωματουρία < λευκωματ- (< λεύκωμα) + -ουρία (< ουρώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λευκωματουρία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]