λευκωματουρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λευκωματουρία θηλυκό
- (ιατρική) η πάθηση που συνίσταται στην παρουσία λευκώματος στα ούρα κι οφείλεται σε βλάβη των νεφρών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευκωματουρία