λευκωματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λευκωματώδης < ελληνιστική κοινή λευκωματώδης < αρχαία ελληνική λεύκωμα
Επίθετο[επεξεργασία]
λευκωματώδης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευκωματώδης
|