λευτεριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευτεριά οι λευτεριές
      γενική της λευτεριάς των λευτεριών
    αιτιατική τη λευτεριά τις λευτεριές
     κλητική λευτεριά λευτεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λευτεριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λευτεριά < ἐλευτεριά < ἐλευθερία < αρχαία ελληνική ἐλευθερία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /le.fteɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λευ‐τε‐ριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λευτεριά θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις λεύτερος και ελεύθερος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λευτεριά < ἐλευτεριά < ἐλευθερία με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος και ανομοίωση της άρθρωση [fθ] > [ft] [1] < αρχαία ελληνική ἐλευθερία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λευτεριά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]