λεύγα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Κάθε λεξικό δίνει ελαφρά διαφορετική απόσταση και ή 1/20 ή 1/26 μοίρας μεσημβρινού για ... Ας ξαναγίνουν οι ορισμοί από γνώστη του θέματος. User:Sarri.greek 12:21, 23 Μαΐου 2020 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεύγα οι λεύγες
      γενική της λεύγας των λευγών
    αιτιατική τη λεύγα τις λεύγες
     κλητική λεύγα λεύγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεύγα < (άμεσο δάνειο) λατινική leuga

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈle.vɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεύ‐γα
παρώνυμο: λεύκα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεύγα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]