λεύκανση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεύκανση οι λευκάνσεις
      γενική της λεύκανσης* των λευκάνσεων
    αιτιατική τη λεύκανση τις λευκάνσεις
     κλητική λεύκανση λευκάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λευκάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεύκανση < αρχαία ελληνική λεύκανσις < λευκαίνω < λευκός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεύκανση θηλυκό

  1. η διαδικασία μετατροπής σε λευκό
  2. το καθάρισμα
    λεύκανση μαύρου χρήματος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]