ληστεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ληστεύω < αρχαία ελληνική ληστεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

ληστεύω

  • αφαιρώ από κάποιον παράνομα και με τη βία χρήματα ή άλλα αγαθά, συχνά με χρήση ή υπό την απειλή χρήσης όπλων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]