ληστοπραξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.sto.pɾaˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λη‐στο‐πρα‐ξί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ληστοπραξία θηλυκό
- οποιαδήποτε πράξη που αναγνωρίζεται ως ληστεία σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ληστοπραξία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)