λιγοστεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
λιγοστεύω
- Κοίταξε να λιγοστέψεις τα τσιγάρα που καπνίζεις!
- (αμετάβατο) γίνομαι λιγότερος, μειώνομαι, ελαττώνομαι.
- Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ο κόσμος λιγόστευε.