λιθοβολισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθοβολισμός οι λιθοβολισμοί
      γενική του λιθοβολισμού των λιθοβολισμών
    αιτιατική τον λιθοβολισμό τους λιθοβολισμούς
     κλητική λιθοβολισμέ λιθοβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθοβολισμός < ελληνιστική κοινή λιθοβολισμός < λιθοβολέω / λιθοβολῶ < αρχαία ελληνική λιθοβόλος < λίθος + βάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liθovoliˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐θο‐βο‐λι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιθοβολισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]