λιθοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λιθοβολῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθοβολώ < ελληνιστική κοινή λιθοβολέω / λιθοβολῶ < αρχαία ελληνική λιθοβόλος < λίθος + βάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.θo.voˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐θο‐βο‐λώ

Ρήμα[επεξεργασία]

λιθοβολώ (παθητική φωνή: λιθοβολούμαι)

  1. πετάω πέτρες ενάντια σε κάποιον
     συνώνυμα: πετροβολώ
  2. (ειδικότερα) θανατώνω κάποιον ρίχνοντας εναντίον του πέτρες
  3. (μεταφορικά) επιτίθεμαι με σκληρά λόγια σε κάποιον

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]