λιθογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιθογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithographique < lithographie < αρχαία ελληνική λίθος + γράφω < lithograph(ie)
Επίθετο[επεξεργασία]
λιθογραφικός
- που έχει σχέση με τη λιθογραφία
- που έχει δημιουργηθεί με τη χρήση λιθογραφίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιθογραφικός