λιθοκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιθοκόπος < ελληνιστική κοινή λιθοκόπος < αρχαία ελληνική λίθος + κόπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιθοκόπος
- (αρσενικό ή θηλυκό) που (έχει ως επάγγελμα να) κόβει / θραύει λίθους
- (αρσενικό) εργαλείο για την κοπή / θραύση λίθων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λιθοκοπία
- λιθοκοπικός
- λιθοκοπώ
- → δείτε τις λέξεις λίθος και κόβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιθοκόπος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)