λιθοτριψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθοτριψία οι λιθοτριψίες
      γενική της λιθοτριψίας των λιθοτριψιών
    αιτιατική τη λιθοτριψία τις λιθοτριψίες
     κλητική λιθοτριψία λιθοτριψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιθοτριψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithotripsie < αρχαία ελληνική λίθος + τρῖψις < τρίβω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.θo.tri.ˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐θο‐τρι‐ψί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιθοτριψία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Lithotripsy στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]