λιλά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιλά < (άμεσο δάνειο) γαλλική lilas < αραβική لِيلَك (līlak) < περσική نیلک (nilak) < نیل (nil: σκούρο μπλε) < σανσκριτική नीला (nīlā: σκούρο μπλε)

Επίθετο[επεξεργασία]

λιλά άκλιτο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιλά ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]