λιμένας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιμένας οι λιμένες
      γενική του λιμένα
λιμένος
των λιμένων
    αιτιατική τον λιμένα τους λιμένες
     κλητική λιμένα λιμένες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιμένας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιμήν από την αιτιατική «τὸν λιμένα» [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈme.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐μέ‐νας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιμένας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα λιμεν-

θέμα λιμαν-, → δείτε τη λέξη λιμάνι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]