λιοτρόπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιοτρόπι | τα | λιοτρόπια |
γενική | του | λιοτροπιού | των | λιοτροπιών |
αιτιατική | το | λιοτρόπι | τα | λιοτρόπια |
κλητική | λιοτρόπι | λιοτρόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λιοτρόπι < ηλιοτρόπιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιοτρόπι ουδέτερο
- (φυτό) άλλη μορφή του ηλιοτρόπιο
- (ιδιωματικό) ηλιοστάσιο
- Χειμερινό ηλιοστάσιο ή χειμωνιάτικο λιοτρόπι. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιοτρόπι
|