λιπαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λιπαντικός
- που έχει σχέση με λίπανση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) λιπαντικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λιπαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιπαντικός
|