λιποτακτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιποτακτώ < (ελληνιστική κοινή) λιποτακτῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

λιποτακτώ

  • (για στρατιώτες) εγκαταλείπω τη μονάδα μου
  • εγκαταλείπω τη μάχη
  • (γενικότερα) εγκαταλείπω έναν αγώνα, μια δύσκολη προσπάθεια


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]