λογικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λογικό τα λογικά
      γενική του λογικού των λογικών
    αιτιατική το λογικό τα λογικά
     κλητική λογικό λογικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λογικό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογικά (στον πληθυντικό: τα μυαλά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λογικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

λογικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του λογικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λογικός

Πηγές[επεξεργασία]