λογοκλοπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογοκλοπή < ελληνιστική κοινή λογοκλοπία < αρχαία ελληνική λόγος + κλέπτω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lo.ɣo.klo.ˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γο‐κλο‐πή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογοκλοπή θηλυκό
- η αντιγραφή και ιδιοποίηση των λόγων ή του κειμένου ενός άλλου
- ※ Η αντιγραφή άρθρων λέξη προς λέξη, χωρίς ρητή άδεια από τον δημιουργό του άρθρου, αποτελεί λογοκλοπή.[1]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λογοκλοπία
- λογοκλοπικός
- λογοκλόπος
- λογοκλοπώ
- → δείτε τις λέξεις λέγω και κλέβω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογοκλοπή
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Άγγελος Κυρίτσης, Ο Μόνος Σωστός Τρόπος Για Αντιγραφή Άρθρων από άλλα Site, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2020-06-17. Αρχειοθέτηση 2019-08-29. Προσπέλαση 2020-07-14.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)