λογύδριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογύδριο < λογύδριο + υποκοριστικό επίθημα -ύδριο < μεσαιωνική ελληνική λογύδριον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική λόγος + -ύδριον > -ύδριο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /loˈʝi.ðɾi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογύδριο ουδέτερο
- (λόγιο) σύντομος λόγος μπροστά σε κοινό, σύντομη αγόρευση
- (ειρωνικό) στομφώδης λόγος, αγόρευση χωρίς σημαντικό περιεχόμενο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ύδριο (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)