λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλφιοκαραβομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοκεφαλ...

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λοπαδο-τεμαχο-σελαχο-γαλεο-κρανιο-λειψανο-δριμ-υποτριμματο-σιλφιο-καραβο-μελιτο-κατακεχυμενο-κιχλ-επικοσσυφο-φαττο-περιστερ-αλεκτρυον-οπτο-κεφαλλιο-κιγκλο-πελειο-λαγῳο-σιραιο-βαφη-τραγανο-πτερύγων < λοπάς + τέμαχος + σέλαχος + γαλεός + κρανίον + λείψανον + δριμύς + ὑπότριμμα + σίλφιον + κάραβος + μέλι + κατακεχυμένος + κίχλ(η) + ἐπί + κόσσυφος + φάττα + περιστερός + ἀλεκτρυών + ὀπτός + κεφάλιον + κίγκλος + πέλεια + λαγῷος + σίραιον + βαφή + τραγανός + πτέρυξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λοπαδο-τεμαχο-σελαχο-γαλεο-κρανιο-λειψανο-δριμ-υποτριμματο-σιλφιο-καραβο-μελιτο-κατακεχυμενο-κιχλ-επικοσσυφο-φαττο-περιστερ-αλεκτρυον-οπτο-κεφαλλιο-κιγκλο-πελειο-λαγῳο-σιραιο-βαφη-τραγανο-πτερύγων (Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα)

  • (γαστρονομία) αριστοφανικό πιάτο από τα υλικά που φέρει το όνομά του
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 1169 Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    […] καὶ τάσδε νῦν λαγαρὰς ‹ἄγαν›
    ‹ταχὺ χορείας ὄρσον ὑπάγειν› τοῖν σκελίσκοιν τὸν ῥυθμόν.
    τάχα γὰρ ἔπεισι
    λεπαδοτεμαχοσελαχογαλεο-
    κρανιολειψανοδριμυποτριμματο-
    σιλφιοτυρομελιτοκατακεχυμενο-
    κιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστερα-
    λεκτρυονοπτοκεφαλιοκιγκλοπε-
    λειολαγῳοσιραιοβαφητραγα-
    νοπτερυγών.
    Κι οι κοπέλες, πὄχουν άδεια την κοιλιά,
    ας τινάξουν τις γαμπούλες ταιριαστά με το σκοπό μου.
    Και θα φάμε ετοιμασμένα
    πεταλιδογαλοσαλαχοχτάποδο-
    ξιδατοπιπερόμυαλομελότυρο-
    κοτσιφαγριοπερίστεροτσιχλοκοτόπουλα-
    λαγοστιφάδοτηγανοψαρόφετα-
    πετμεζοκολυμπάδες λαλαγγίτες.