λοφίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λοφίο | τα | λοφία |
γενική | του | λοφίου | των | λοφίων |
αιτιατική | το | λοφίο | τα | λοφία |
κλητική | λοφίο | λοφία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λοφίο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λοφίο ουδέτερο
- η διακόσμηση κράνους, κόμης ή ανατομικό στοιχείο κεφαλής που συμβολίζει ισχύ και υπεροχή
- το λειρί