λυγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυγίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λυγίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈʝi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐γί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

λυγίζω, αόρ.: λύγισα, παθ.φωνή: λυγίζομαι, π.αόρ.: λυγίστηκα, μτχ.π.π.: λυγισμένος

  1. (μεταβατικό) αλλάζω το νοητό άξονα κάποιου αντικειμένου εφαρμόζοντας πίεση, χωρίς να το σπάσω ή να μεταβάλλω τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του
     συνώνυμα: κάμπτω, κυρτώνω
  2. (αμετάβατο) λυγίζω, κάμπτω τον εαυτό μου ή κάποιο μέλος του σώματός μου
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) χάνω τη δύναμη της αντίστασής μου, ενδίδω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυγίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

λυγίζω

  1. (αμετάβατο) και (μεταβατικό) λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω
  2. (μεταφορικά) ρίχνω κάτω, καταβάλλω

Πηγές[επεξεργασία]