λυγαριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λυγαριά, αλυγαριά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυγαριά οι λυγαριές
      γενική της λυγαριάς των λυγαριών
    αιτιατική τη λυγαριά τις λυγαριές
     κλητική λυγαριά λυγαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυγαριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λυγαρέα < *λυγάρ(ι) + -έα < αρχαία ελληνική λυγ(ός) + -άριον[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.ɣaɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λυ‐γα‐ριά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λυγαριά θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]