λυκοφωλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυκοφωλιά οι λυκοφωλιές
      γενική της λυκοφωλιάς των λυκοφωλιών
    αιτιατική τη λυκοφωλιά τις λυκοφωλιές
     κλητική λυκοφωλιά λυκοφωλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυκοφωλιά < λύκος + φωλιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λυκοφωλιά θηλυκό

  1. φωλιά λύκων
  2. (μεταφορικά) μέρος στο οποίο συχνάζουν επικίνδυνα άτομα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]