μάλιστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάλιστα < αρχαία ελληνική μάλιστα, υπερθετικός βαθμός του μάλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈma.li.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐λι‐στα

Επίρρημα[επεξεργασία]

μάλιστα

  1. ναι (σε ένδειξη σεβασμού προς το συνομιλητή)
    όταν ήμουν μικρός, μου έλεγαν ότι στους μεγαλύτερους δεν πρέπει να απαντάω με το "ναι" αλλά με το "μάλιστα"
  2. μονολεκτικό σχόλιο που δηλώνει ότι ο ομιλητής κατανόησε αυτό που μόλις άκουσε και ανάλογα με τον τόνο της φωνής συνδηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή ειρωνεία
    - Ακούγεται ότι θα γίνουν κι άλλες περικοπές στους μισθούς.
    - Μάλιστα.
  3. ιδίως, ιδιαίτερα (για να δοθεί έμφαση) δηλώνει και αντίθεση
    είναι δύσκολο να μεγαλώνεις παιδιά και μάλιστα στη σημερινή εποχή
  4. (παρωχημένο) με το άρθρο τα δήλωνε το πάρα πολύ, τον υπερθετικό
    Είναι τα μάλιστα ευγενής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]