μάταιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το μάταιο
      γενική του μάταιου
    αιτιατική το μάταιο
     κλητική μάταιο
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάταιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μάταιος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάταιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • αυτό που δεν έχει ή δεν είχε κατά το παρελθόν νόημα να συμβεί, το άνευ αποτελέσματος, το κενό, το κούφιο, η ματαιότητα
    Το μάταιο της ζωής, του πράγματος, της κινητοποίησης κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]