μάχαιρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μαχαίρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάχαιρα οι μάχαιρες
      γενική της μάχαιρας των μαχαιρών
    αιτιατική τη μάχαιρα τις μάχαιρες
     κλητική μάχαιρα μάχαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάχαιρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάχαιρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈma.çe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐χαι‐ρα
τονικό παρώνυμο: μαχαίρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μάχαιρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάχαιρ αἱ μάχαιραι
      γενική τῆς μαχαίρᾱς τῶν μαχαιρῶν
      δοτική τῇ μαχαίρ ταῖς μαχαίραις
    αιτιατική τὴν μάχαιρᾰν τὰς μαχαίρᾱς
     κλητική ! μάχαιρ μάχαιραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαχαίρ
γεν-δοτ τοῖν  μαχαίραιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]