μέγεθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέγεθος τα μεγέθη
      γενική του μεγέθους των μεγεθών
    αιτιατική το μέγεθος τα μεγέθη
     κλητική μέγεθος μεγέθη
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέγεθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέγεθος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈme.ʝe.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐γε‐θος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέγεθος ουδέτερο

  1. οι διαστάσεις και ο όγκος ενός αντικειμένου (μήκος, πλάτος, ύψος)
    Θέλω μια καλαμωτή μεγέθους 3 Χ 1,5
  2. το πόσο μεγάλο είναι κάτι χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένες διαστάσεις, αλλά με διαβάθμιση από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο
    Η Ελλάδα το 2009 βρέθηκε ξαφνικά η τελευταία σε μέγεθος οικονομία της Ευρώπης
    Το μέγεθος της βλακείας
  3. (οικονομία) κάθε παράγοντας που επηρεάζει μια επιχείρηση ή και μία χώρα
    η προσπάθεια βελτίωσης των μακροοικονομικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας
    Τα βασικά οικονομικά μεγέθη σε μια τράπεζα είναι το ενεργητικό, οι καταθέσεις, οι χορηγήσεις και τα ίδια κεφάλαια
  4. κάποιο βασική ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που όμως μετριέται σε μονάδες ειδικής κλίμακας
    μέγεθος αστέρος: η λαμπρότητά του
    μέγεθος σεισμού: η έντασή του
  5. το νούμερο στα ρούχα, ο αριθμός που φοράει κάποιος στο παντελόνι, τα εσώρουχα ή τα παπούτσια (μικρό μέγεθος, μεσαίο ή μεγάλο) και που συχνά εκφράζεται χωρίς τη χρήση επιθέτου, αλλά με αριθμό:
    φοράω το μέγεθος 4
  6. η σπουδαιότητα, η έκταση, οι διαστάσεις ενός γεγονότος με τη μεταφορική έννοια
    Δηλαδή, για τίνος μεγέθους επιδημία (απάτη-ζημία) μιλάμε;
  7. (μαθηματικά) κάθε ποσό που επιδέχεται αύξηση ή μείωση και επομένως μπορεί να μετρηθεί και να εκφρασθεί με αριθμούς.
  8. (φυσική) τα μετρήσιμα χαρακτηριστικά της ύλης, όπως το μήκος, η μάζα, η θερμποκρασία, η ενέργεια, η ραδιενέργεια , αλλά και ο χρόνος, η ταχύτητα κ.α.
  9. (καλές τέχνες) φυσικό μέγεθος είναι εκείνο που αντιστοιχεί στις συνήθεις διαστάσεις ενός οργάνου, οργανισμού ή αντικειμένου που θέλουμε να αναπαραστήσουμε -αλλιώς αναφερόμαστε αναλυτικότερα στις διαστάσεις που θέλουμε.

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
μεγεθ- 

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέγεθος, ήδη ομηρικό < ιωνικός τύποςμέγαθος με αφομοίωση [e] [a] > [e] [e] < θέμα μεγα- του μέγας + -θος [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

μέγεθος

  1. σπουδαιότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια
  2. ανάστημα, ύψος, μέγεθος
  3. μέγεθος (για πολύ ηχηρό ήχο, για βοή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
μεγεθ- 

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]