μέλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέλλω < αρχαία ελληνική μέλλω

Ρήμα[επεξεργασία]

μέλλω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • μέλλει: πρόκειται
  • τι μέλλει γενέσθαι: τι πρόκειται να συμβεί

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. Το ρήμα χρησιμοποιείται στα νέα ελληνικά μόνο στο γ' ενικό και στο γ' πληθυντικό πρόσωπο
  2. Συχνά συγχέεται ορθογραφικά με το ομόηχό του μέλει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]