μέρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέρος τα μέρη
      γενική του μέρους των μερών
    αιτιατική το μέρος τα μέρη
     κλητική μέρος μέρη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέρος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈme.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐ρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέρος ουδέτερο

  1. το τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, κομμάτι από κάτι μεγαλύτερο
    Το ελληνικό βικιλεξικό αποτελεί μέρος ενός πολυεθνικού διαδικτυακού εγχειρήματος για ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση.
  2. ο τόπος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
    Σ' αυτό το μέρος είναι κρυμμένος ένας θησαυρός.
  3. (προφορικό) το αποχωρητήριο, το WC

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μερεσ-
ονομαστική τὸ μέρος τὰ μέρη - μέρε
      γενική τοῦ μέρους - μέρεος τῶν μερῶν - μερέων
      δοτική τῷ μέρει - μέρεῐ̈ τοῖς μέρεσ(ν)
    αιτιατική τὸ μέρος τὰ μέρη - μέρεα
     κλητική ! μέρος μέρη - μέρεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μέρει - μέρεε
γεν-δοτ τοῖν  μεροῖν - μερέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέρος < θέμα μερ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα συμμετέχω, συμμερίζομαι [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μέρος ουδέτερο

  1. μέρος, μερίδιο
  2. κληρονομιά, κλήρος
  3. μοίρα
  4. σειρά

Πηγές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.